λεοντοπρόσωπος

λεοντοπρόσωπος
λεοντο-πρόσωπος, ον,
A lion-faced, Sch.E.Ph.411, POxy.465.162 (ii A.D.), PMag.Par.1.2113.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεοντοπρόσωπος — λεοντοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει πρόσωπο λιονταριού …   Dictionary of Greek

  • λεοντοπρόσωπος — lion faced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντοπρόσωπον — λεοντοπρόσωπος lion faced masc/fem acc sg λεοντοπρόσωπος lion faced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντοπροσώπους — λεοντοπρόσωπος lion faced masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντοπρόσωπα — λεοντοπρόσωπος lion faced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντοπρόσωποι — λεοντοπρόσωπος lion faced masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”